χρυσίο(ν)

χρυσίο(ν)
τό
1) золотые монеты; золотые деньги; 2) золото; богатство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "χρυσίο(ν)" в других словарях:

  • χρυσίο — το / χρυσίον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χρουσίον Α [χρυσός (Ι)] 1. χρυσά νομίσματα 2. (κατ επέκτ.) πολλά χρήματα, πλούτος αρχ. 1. κομμάτι χρυσού 2. πλάκα ή κόσμημα χρυσού («χρυσίου ἀσήμου καὶ ἀργυρίου», Θουκ.) 3. χρυσή κλωστή 4. προσφώνηση αγαπημένων… …   Dictionary of Greek

  • χρουσίον — τὸ, Α (βοιωτ. τ.) βλ. χρυσίο …   Dictionary of Greek

  • χρυσός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Au· ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, δεύτερη υποομάδα, έχει ατομικό αριθμό 79, ατομικό βάρος 197,2 ένα σταθερό ισότοπο και πολλά ραδιενεργά ισότοπα με αριθμό μάζας από 187 έως 189 και από …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»